- νερόκοτα
- ηείδος υδρόβιου πτηνού της οικογένειας Pαλλίδες, αλλ. νεροπουλάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νερόκοτα — Καλοβατικό πουλί της οικογένειας των Ραλλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι γαλλινούλη η χλωρόποδη. Έχει φτέρωμα πράσινο μπρούτζινο στη ράχη, μαυριδερό ή γκριζόμαυρο με λευκές λωρίδες στο υπόλοιπο σώμα. Το ράμφος της είναι κωνικό, κίτρινο… … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
νεροκοτσέλα — η ζωολ. βλ. νερόκοτα … Dictionary of Greek
νεροπουλάδα — η ζωολ. βλ. νερόκοτα … Dictionary of Greek
ποταμίδα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Βρίσκεται στα NA του Κισσάμου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (3 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. η νερόκοτα 2. περιοχή κοντά σε ποτάμι κατάλληλη για κηπευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φαλαρίδα — (falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα… … Dictionary of Greek
ακτίτουρος — (actiturus). Πτηνά της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των μακροτάρσων. Έχουν ράμφος μακρύ, πόδια γυμνά και ψηλά, στα οποία τα δάκτυλα είναι ενωμένα με ανθεκτική μεμβράνη, μακριά ουρά και ζουν κοντά στη θάλασσα, στα ποτάμια και στις… … Dictionary of Greek
καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… … Dictionary of Greek